- αἱμοπότης
- αἱμο-πότης,A = αἱματοπώτης, Vett.Val.78.6, Hsch. s.v. ἠεροπότης:—fem. [suff] αἱμο-πότις, ἡ, epith. of Hecate, PMag.Par.1.2864: of the Moon, Hymn.Mag.5.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμοπότης — ο (Α αἱμοπότης) ο αιματοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + πότης < πίνω ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αἱμοποσία νεοελλ. αιμοποτώ] … Dictionary of Greek
αιμοποτώ — [αιμοπότης] (για ζώα) πίνω αίμα … Dictionary of Greek
ιαροπότης — ἰαροπότης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αιμοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ειαροπότης «αιμοπότης»] … Dictionary of Greek
αιμηπότης — αἱμηπότης, ο (Α) ιωνικός τύπος τού αιμοπότης* … Dictionary of Greek
αιμοποσία — η (Μ αἱμοποσία) [αἱμοπότης] η αιματοποσία* … Dictionary of Greek
αιμοπώτης — αἱμοπώτης, ο (Α) αιμοπότης* … Dictionary of Greek